Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή ένα τραγικά μοιραίο αστείο...


Η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια. Τέτοια που ο νους δεν τα χωρά. Μερικές φορές διαβάζεις μία είδηση και αναρωτιέσαι αν μπορεί να είναι αληθινή. Κι όμως, τα σενάρια που σκαρφίζεται καθημερινά η ζωή ξεπερνούν τη φαντασία των κορυφαίων σεναριογράφων.



Ενα κρύο και συννεφιασμένο δειλινό του Ιανουαρίου του 1977 ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας στοίχισε τη ζωή σ' ένα νέο άνθρωπο. Με τον πιο σκληρό τρόπο. Ο Λουτσιάνο Ρε Τσεκόνι είχε γεννηθεί στο Νερβιάνο -στην ενδοχώρα του Μιλάνου- το 1948. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και ο ίδιος βρήκε δουλειά στο εργαστήρι επεξεργασίας μετάλλων του ξαδέρφου του, αγωνιζόμενος παράλληλα στην τοπική ομάδα. Ενας μαχητικός μέσος, που έκανε πολλά χιλιόμετρα στον αγωνιστικό χώρο (σπάνια σκόραρε, αλλά όταν το έκανε τα γκολ του ήταν συνήθως εντυπωσιακά), ο Ρε Τσεκόνι ήταν ψηλός και κατάξανθος. Ξεκίνησε την καριέρα του στην Προ Πάτρια -παλαιότερα μεγάλος σύλλογος της περιοχής Μπούστο Αρσίτσιο κοντά στο Μιλάνο- και στη συνέχεια μεταγράφηκε στη Φότζια, ομάδα δεύτερης κατηγορίας. Εκεί γνώρισε τον μέντορά του, τον Τομάζο Μαεστρέλι. Ηταν ο προπονητής που έμελλε να μεταβάλει την ιστορία της Λάτσιο. Μετακινήθηκε στην Αιώνια Πόλη το 1972, παίρνοντας μαζί και τον Ρε Τσεκόνι. Οδήγησαν τους «λατσιάλι» στο πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία τους το 1973-74. Ο νεαρός μέσος, έχοντας 23 συμμετοχές στη δεύτερη σεζόν του στην ομάδα, είχε αποκληθεί «Τσεκο-Νέτσερ», αφού η ξανθιά του κόμη και η εν γένει εμφάνισή του έμοιαζαν πολύ με του Γερμανού σταρ Γκίντερ Νέτσερ, που τότε μεσουρανούσε με την Γκλάντμπαχ.
Εγινε μέλος της εθνικής Ιταλίας, με την οποία έπαιξε σε δύο αγώνες, ενώ ήταν στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, στο οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να αγωνιζόταν πολύ περισσότερο. Το ακατάπαυστο τρέξιμό του στον αγωνιστικό χώρο ήταν ιδανικό για το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο που είχε κάνει την εμφάνισή του στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Ο Ρε Τσεκόνι είχε παραδεχτεί πως δεν είχε ιδέα για την πολιτική, ωστόσο του είχαν «κολλήσει» την ταμπέλα του φασίστα. Το προκάλεσε εν μέρει η αγάπη του για τον αλεξιπτωτισμό, μία ασχολία που είχε συνδεθεί με την ακροδεξιά. Πλήρωνε επίσης την πολιτική έκφραση πολλών συμπαικτών του. Στη Λάτσιο ο Ρε Τσεκόνι είχε ενσωματωθεί στην ομάδα των «βορείων» και ο καλύτερός του φίλος ήταν ο Λουίτζι Μαρτίνι, ο οποίος είχε εκφράσει πολλές φορές ακροδεξιές θέσεις. Ηταν τόσο δεμένοι που τους αποκαλούσαν «δίδυμους».

Στις 18 Ιανουαρίου 1977 στις 19:30 ο Ρε Τσεκόνι, ο συμπαίκτης του στη Λάτσιο Πιέρο Γκεντίν και ένας φίλος τους πήγαν να ρίξουν μια ματιά σ' ένα κοσμηματοπωλείο που δεν απείχε πολύ από το κέντρο της Ρώμης. Ο Λουτσιάνο βρήκε την ευκαιρία να κάνει πλάκα. Βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες, φώναξε «Σταματήστε... Ληστεία!». Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, Μπρούνο Ταμποκίνι, που είχε γυρισμένη την πλάτη του στους τρεις άνδρες, αρχικά τράβηξε ένα όπλο και το έστρεψε στον Γκεντίν, ο οποίος σήκωσε ψηλά τα χέρια του. Στη συνέχεια έκανε το ίδιο και προς την πλευρά του Ρε Τσεκόνι, ο οποίος όμως δεν αντέδρασε. Ο κοσμηματοπώλης δεν δίστασε να τον πυροβολήσει από κοντινή απόσταση! Σε μία εποχή που η Ιταλία μαστιζόταν από την τρομοκρατία και οι ληστείες είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο πολλοί καταστηματάρχες είχαν πάρει τα μέτρα τους βλέποντας την ανικανότητα της αστυνομίας να τους προστατέψει.

Ο Ρε Τσεκόνι έκανε δύο βήματα προς τα πίσω, πιάνοντας το στήθος του. Η έκφρασή του είχε ζωγραφισμένη την έκπληξη μαζί με το αίσθημα του πόνου. Πέφτοντας τραυματισμένος στο έδαφος ψέλλισε «...ήταν αστείο, ήταν αστείο». Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Μισή ώρα αργότερα έφευγε από τη ζωή. Ηταν μόλις 28 ετών.

Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος υπό το καθεστώς του σοκ από την πράξη του έπεσε στο έδαφος και λιποθύμησε μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί. Συνελήφθη λίγη ώρα αργότερα με την κατηγορία της υπέρμετρης αυτοάμυνας. Στη δίκη που έγινε 18 ημέρες μετά απαλλάχθηκε από την κατηγορία! Οπως έγινε γνωστό στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο ξανθός μέσος είχε προσπαθήσει να κάνει ένα αντίστοιχο αστείο σ' ένα άλλο κατάστημα της Ρώμης. Ο κατηγορούμενος κοσμηματοπώλης δεν ήταν φίλαθλος και ισχυρίστηκε πως δεν αναγνώρισε τους τρεις άνδρες, ούτε καν τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία του Ρε Τσεκόνι. Η έννοια της αυτοάμυνας εκείνη την εποχή στην Ιταλία ήταν αμφιλεγόμενη. Στη δεκαετία του 1970 δεξιοί και αριστεροί τρομοκράτες χρησιμοποιούσαν τις ληστείες για να χρηματοδοτήσουν τις παράνομες δραστηριότητές τους. Οι φόνοι ήταν συχνό φαινόμενο και οι ιδιοκτήτες καταστημάτων ή υπάλληλοι τραπεζών ήταν προετοιμασμένοι. Ο θάνατος του Ρε Τσεκόνι εκλήφθηκε από πολλούς ως συνέπεια αυτής της τεταμένης ατμόσφαιρας. Ο άτυχος άσος άφησε πίσω του μία σύζυγο και δύο μικρά παιδιά. Ανατρέχοντας σε δημοσιεύματα εποχής όταν έγραφα την ιστορία αυτή για το βιβλίο «ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ» πριν από τρία χρόνια, έμεινα άφωνος όταν είδα πως για τη Λάτσιο εκείνο το διάστημα οι τραγωδίες κατέφθαναν (όπως πολύ γλαφυρά περιγράφει και ο Σαίξπηρ στον «Οθέλλο») όχι μεμονωμένα σαν τους κατασκόπους, αλλά όλες μαζί σαν τα τάγματα! Μόλις 47 ημέρες πριν ο Ρε Τσεκόνι ήταν στην κηδεία κάποιου άλλου. Είχε σηκώσει μαζί με τους συμπαίκτες του το φέρετρο του δασκάλου τους Τομάζο Μαεστρέλι. Ο γιος του Ρε Τσεκόνι λίγα χρόνια αργότερα αγωνίστηκε στην τοπική ομάδα, τη Νερβιανέζε, στο στάδιο που πήρε το όνομα του πατέρα του. Το μνήμα του έχει την ακόλουθη επιγραφή: Λουτσιάνο Ρε Τσεκόνι: Ποδοσφαιριστής, 1948-1977, έφυγε νωρίς. Η αλήθεια είναι πως έφυγε πάρα πολύ νωρίς. Από ένα τραγικά μοιραίο αστείο.

πηγη: pinnokio.blogspot.com