Η διατροφή μπορεί να επηρεάσει τον κίνδυνο εμφάνισης αλλεργιών ή άσθματος, υποστηρίζει μια νέα ιατρική μελέτη.
«Ως εκ τούτου οι έγκυες γυναίκες και οι γονείς δεν θα πρέπει να αλλάξουν τη διατροφή τους με μοναδικό σκοπό την προστασία των παιδιών τους από τις αλλεργίες».
«Προς το παρόν δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η αλλαγή της διατροφής μπορεί να κάνει τη διαφορά», πρόσθεσε.
Ποσοστό μεγαλύτερο του 7 % των Αμερικανών ενηλίκων και ακόμα περισσότερα παιδιά έχουν άσθμα, ενώ η νόσος εμφανίζει άνοδο τις τελευταίες δεκαετίες για άγνωστους λόγους.
Ο Devereux και οι συνεργάτες του επανεξέτασαν 62 πρόσφατες μελέτες, που ανέλυσαν τη σχέση διατροφής και κινδύνου εμφάνισης αλλεργιών και άσθματος.
Από τις 22 μελέτες, που εξέτασαν την πρόσληψη φρούτων και λαχανικών, οι 17 συνέδεαν την υγιεινή διατροφή με μειωμένο κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος και αλλεργιών. Και 2 έρευνες υποδήλωναν ότι τα παιδιά με υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης Α στον οργανισμό τους διέτρεχαν 75 % χαμηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος.
Οι έγκυες γυναίκες που κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες βιταμίνης D – που βρίσκεται στα λιπαρά ψάρια - και βιταμίνης E – που βρίσκεται στους ξηρούς καρπούς – είχαν 30 – 40 % λιγότερες πιθανότητες να κάνουν ένα παιδί με συμπτώματα άσθματος.
Επίσης η προσκόλληση στη μεσογειακή διατροφή – μια διατροφή πλούσια σε λαχανικά, ψάρια και μονοακόρεστα λίπη από ελαιόλαδο και ξηρούς καρπούς αλλά με χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένο λίπος που περιέχεται στο κρέας και τα γαλακτοκομικά - κατά τη διάρκεια της κύησης συνδέεται με μια πτώση σχεδόν 80 % του κινδύνου για βρέφη με συμπτώματα άσθματος.
Ωστόσο οι μελέτες δε διαπίστωσαν προφανή οφέλη από την κατανάλωση βιταμίνης C ή σεληνίου.
«Είμαι σίγουρη ότι οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι οι έγκυες και τα παιδιά, με ή χωρίς άσθμα, θα πρέπει να ακολουθούν μια υγιεινή διατροφή», ανέφερε η Δρ Nancy Lange, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Πρόσθεσε όμως ότι τα συμπεράσματα από αυτή τη μελέτη «δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι συγκεκριμένες αλλαγές στη διατροφή μπορούν να επηρεάσουν τα ποσοστά εμφάνισης αλλεργίας ή άσθματος, είτε αυξάνοντάς τα είτε μειώνοντάς τα».
Αυτό που πρέπει να γίνει τώρα, επεσήμανε η Lange, είναι παρεμβατικές μελέτες, στις οποίες οι ερευνητές θα ελέγχουν την πρόσληψη συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών και θα καταγράφουν τα αποτελέσματα.
«Η δίαιτα και συγκεκριμένες διατροφικές επιλογές - τα θρεπτικά συστατικά, τα τρόφιμα, κ.λπ. - μπορεί να είναι δύσκολο να αναλυθούν επειδή υπάρχουν τόσοι πολλοί παράγοντες που μπορεί να παρεισφρήσουν, ως εκ τούτου είναι δύσκολο να καταλήξουμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα με απόλυτη βεβαιότητα χωρίς τα αποτελέσματα από παρεμβατικές μελέτες», σχολίασε η Lange.
«Αυτό που σίγουρα αποκαλύπτουν οι μελέτες είναι ότι η διατροφή έχει κάποια επίπτωση στον κίνδυνο άσθματος, ίσως επηρεάζοντας την ανάπτυξη των πνευμόνων ή του ανοσοποιητικού συστήματος, τη μείωση της φλεγμονής ή τον περιορισμό της παραγωγής ελευθέρων ριζών», κατέληξε η Lange.